εκμίσθωση

εκμίσθωση
η (AM ἐκμίσθωσις)
η παροχή ακινήτου για χρήση ή εκμετάλλευση με καθορισμένο μίσθωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκμίσθωση — η η παροχή ακινήτου από τον ιδιοκτήτη του σε άλλον με μίσθωμα (ενοίκιο) για χρήση ή εκμετάλλευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκμισθώσῃ — ἐκμισθόω let out for hire aor subj mid 2nd sg ἐκμισθόω let out for hire aor subj act 3rd sg ἐκμισθόω let out for hire fut ind mid 2nd sg ἐκμισθόω let out for hire aor subj mid 2nd sg ἐκμισθόω let out for hire aor subj act 3rd sg ἐκμισθόω let out… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροδοσία — Η εκμίσθωση αγροκτήματος (κοινώς πάκτωμα). Βλ. λ. αγροληψία. * * * η [αγροδότης] εκμίσθωση αγροκτήματος …   Dictionary of Greek

  • δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες …   Dictionary of Greek

  • εκδοτήριος — ἐκδοτήριος, ον (Μ) 1. (για έγγραφο) αυτός που αναφέρεται στην εκμίσθωση κτήματος 2. (για γράμμα) αυτό που αναφέρεται σε δωρεά κτημάτων …   Dictionary of Greek

  • εκμισθώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να παραχωρηθεί με εκμίσθωση …   Dictionary of Greek

  • ενοικίαση — η [ενοικιάζω] εκμίσθωση (για ιδιοκτήτη) ή μίσθωση (για ενοικιαστή), νοίκιασμα …   Dictionary of Greek

  • κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • κωμομισθωτής — κωμομισθωτής, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων τής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο μισθωτής, υπο μισθωτής] …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”